- ὑπαίθριος
- ὑπαίθριος1 in the open air
ἐκάλεσσε Ποσειδᾶν' εὐρυβίαν νυκτὸς ὑπαίθριος O. 6.61
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἐκάλεσσε Ποσειδᾶν' εὐρυβίαν νυκτὸς ὑπαίθριος O. 6.61
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ὑπαίθριος — under the sky masc nom sg ὑπαίθριος under the sky masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπαίθριος — α, ο / ὑπαίθριος, ον, ΝΑ, θηλ. και ία, Α [ύπαιθρος] αυτός που βρίσκεται ή γίνεται στο ύπαιθρο, σε ανοιχτό και ασκεπή χώρο (α. «υπαίθρια ζωή» β. «υπαίθριος κινηματογράφος» γ. «ὑπαίθρια λύχνα καίειν», Ηρόδ.) νεοελλ. φρ. «υπαίθρια ζωγραφική» (καλ.… … Dictionary of Greek
υπαίθριος — α, ο επίρρ. α αυτός που βρίσκεται ή γίνεται στο ύπαιθρο, σε ανοιχτό και ασκέπαστο χώρο: Υπαίθρια ζωή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπαιθρίως — ὑπαίθριος under the sky adverbial ὑπαίθριος under the sky masc acc pl (doric) ὑπαίθριος under the sky adverbial ὑπαίθριος under the sky masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπαίθριον — ὑπαίθριος under the sky masc acc sg ὑπαίθριος under the sky neut nom/voc/acc sg ὑπαίθριος under the sky masc/fem acc sg ὑπαίθριος under the sky neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπαιθρίων — ὑπαίθριος under the sky fem gen pl ὑπαίθριος under the sky masc/neut gen pl ὑπαίθριος under the sky masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λατομείο — Υπαίθριος χώρος εξόρυξης οικοδομικών υλικών (μαρμάρου, πωρόλιθου κ.ά.) και δευτερευόντως άνθρακα, χημικών ουσιών και μεταλλευμάτων. Η εργασία στο λ. περιλαμβάνει την εξόρυξη και τη μεταφορά των χρήσιμων ορυκτών καθώς και των υπερκείμενων στείρων… … Dictionary of Greek
ὑπαιθρίοις — ὑπαίθριος under the sky masc/neut dat pl ὑπαίθριος under the sky masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπαιθρίου — ὑπαίθριος under the sky masc/neut gen sg ὑπαίθριος under the sky masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπαιθρίους — ὑπαίθριος under the sky masc acc pl ὑπαίθριος under the sky masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπαιθρίῳ — ὑπαίθριος under the sky masc/neut dat sg ὑπαίθριος under the sky masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)